- μπριγιάντι
- και μπριγιάν, τοβλ. μπριλάντι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπριλάντι — και μπριγιάντι και μπριγιάν, το διαμάντι με πολλές έδρες, στιλβαδάμας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. brillante < λατ. *beryllo < λατ. beryllus < βήρυλλος. Οι τ. μπριγιάν, μπριγιάντι σχηματίστηκαν κατ επίδραση τής προφοράς τού γαλλ.… … Dictionary of Greek
έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… … Dictionary of Greek
στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν … Dictionary of Greek